κοκίτης

κοκίτης
ο
ασθένεια μολυσματική και επιδημική της παιδικής ηλικίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκίτης — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος. Προσβάλλει εκλεκτικά τις ανώτερες αναπνευστικές οδούς και χαρακτηρίζεται από τυπικούς παροξυσμούς σπασμωδικού βήχα, με σπασμό της γλωττίδας και αποβολή λεπτόρρευστης, βλεννώδους απόχρεμψης. Ο κ. προσβάλλει… …   Dictionary of Greek

  • αδενοπάθεια — Πάθηση που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια οξείας μορφής ασθενειών του αναπνευστικού συστήματος (βρογχίτιδα, βρογχοπνευμονία, γρίππη, κοκίτης). Μπορεί να διαρκέσει μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ανάλογα με τη λοιμώδη νόσο που την έχει… …   Dictionary of Greek

  • βρογχοπνευμονία — Φλεγμονώδης νόσος που αφορά συγχρόνως τον βλεννογόνο των βρόγχων και το πνευμονικό παρέγχυμα, κατά εστίες. Οι βρογχοπνευμονικές εστίες είναι μεμονωμένες ή συρρέουσες. Η β. προσβάλλει ανθρώπους όλων των ηλικιών, κατά προτίμηση όμως τα μικρά παιδιά …   Dictionary of Greek

  • κοκκύτης — και κοκίτης, ο ιατρ. οξεία και εξαιρετικά μεταδοτική νόσος τού αναπνευστικού συστήματος, η οποία, στην τυπική της μορφή, χαρακτηρίζεται από παροξυσμούς βήχα που συνοδεύονται από παρατεταμένη εισπνοή εισπνευστικό συριγμό και τελειώνουν με την… …   Dictionary of Greek

  • κορακόβηχας — ο 1. ξηρός, συνεχής και επίμονος βήχας που μοιάζει με τον κρωγμό τού κόρακα 2. ο βήχας που προκαλεί ο κοκίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρακας + βήχας (< βήχας), πρβλ. γαϊδουρό βηχας, ξερό βηχας] …   Dictionary of Greek

  • Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… …   Dictionary of Greek

  • κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κορακόβηχας — ο 1. βήχας όμοιος με τον κρωγμό κόρακα. 2. κοκίτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”